Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

Η ΠΥΡΑΜΙΔΑ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ



Όλοι οι γιατροί λένε να προτιμούμε τη μεσογειακή διατροφή, γιατί είναι η πιο υγιεινή. Πρέπει να τρώμε καθημερινά δημητριακά, ψωμί, φρούτα, λαχανικά, ελαιόλαδο και γαλακτοκομικά και να γυμναζόμαστε ή να κάνουμε φυσική άσκηση. Την εβδομάδα να τρώμε κοτόπουλο, ψάρια, ζυμαρικά, όσπρια,ξηρούς καρπούς και γλυκά. Το μήνα να τρώμε κόκκινο κρέας.

Διατροφή στην αρχαία Ελλάδα
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Πλούτων δειπνεί με τη συντροφιά της Περσεφόνης. Αττική ερυθρόμορφη κύλικα, Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο, 440-430 π.Χ. περίπου.

Τις διατροφικές συνήθειες των αρχαίων Ελλήνων χαρακτήριζε η λιτότητα, κάτι που αντικατόπτριζε τις δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες διεξάγετο η ελληνική γεωργική δραστηριότητα. Θεμέλιο τους ήταν η λεγόμενη «μεσογειακή τριάδα»:[α] σιτάρι, λάδι και κρασί.

Διατροφή στην αρχαία Ελλάδα: Στη βάση της διατροφής των αρχαίων Ελλήνων συναντούμε τα δημητριακά, ζεία και σε περιπτώσεις ανάγκης μείγμα κριθαριού με σιτάρι, από το οποίο παρασκευαζόταν ο άρτος. Με το σιτάρι που χρησιμοποιείται σήμερα οι αρχαίοι τάιζαν τα ζώα.Τα δημητριακά συνοδεύονταν συνήθως από οπωροκηπευτικά (λάχανα, κρεμμύδια, φακές και ρεβύθια). Η κατανάλωση κρέατος και θαλασσινών σχετιζόταν με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας, αλλά και με το αν κατοικούσε στην πόλη, στην ύπαιθρο ή κοντά στη θάλασσα. Οι Έλληνες κατανάλωναν ιδιαιτέρως τα γαλακτοκομικά και κυρίως το τυρί. Το βούτυρο ήταν γνωστό, αλλά αντί αυτού γινόταν χρήση κυρίως του ελαιόλαδου. Το φαγητό συνόδευε κρασί (κόκκινο, λευκό ή ροζέ) αναμεμειγμένο με νερό.

Πληροφορίες για τις διατροφικές συνήθειες των αρχαίων Ελλήνων παρέχουν τόσο οι γραπτές μαρτυρίες όσο και διάφορες καλλιτεχνικές απεικονίσεις: οι κωμωδίες του Αριστοφάνη και το έργο του γραμματικού Αθήναιου από τη μία πλευρά, τα κεραμικά αγγεία και τα αγαλματίδια από ψημένο πηλό από την άλλη.



ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ



Η ελιά στη Λογοτεχνία



Η ελιά και το λάδι εμφανίζονται σταθερά και διαχρονικά σε όλες τις εκφάνσεις του ελληνικού βίου, ατομικού και συλλογικού: θρησκεία, τέχνη, κοινωνικές και πολιτικές εκδηλώσεις, αθλητισμός και φυσικά, γαστρονομία. Όποιο τομέα της ελληνικής καθημερινότητας κι αν εξετάσει κάποιος και σε όποια εποχή, θα συναντήσει την πληθωρική παρουσία του ελαιόδεντρου και του καρπού του.
Έτσι, από τα χρυσά φύλλα σε σχήμα ελιάς που βρέθηκαν θαμμένα σε μινωικό τάφο και τα εργαστήρια παρασκευής αρωματικού ελαίου που βρέθηκαν στην ευρύτερη περιοχή των ανακτόρων του βασιλιά της Πύλου Νέστορα, φτάνουμε στο ορθόδοξο καντήλι με το λάδι που καίει μέχρι σήμερα σε κάθε ελληνικό σπίτι. Ο Χριστός προσεύχεται στο όρος των Ελαιών και η ορθόδοξη θρησκεία δύο από τα επτά μυστήριά της τα συνδέει στενά με το λάδι, τη Βάπτιση και το Ευχέλαιο, ενώ με λάδι παρασκευάζει και το Άγιο Μύρο.
«Είμαι η ελιά η τιμημένη» γράφει χαρακτηριστικά ο Κ. Παλαμάς: η ελληνική λογοτεχνία από τον Όμηρο έως τον Ελύτη και το Ρίτσο εμπνεύστηκε σταθερά από την ελιά .............................

Πληροφορίες σχετικά με την ελιά και τον πολιτισμό στον ιστοχώρο Ο πολιτισμός της ελαιοκομίας στην Κρήτη.

“Ελιά μου ασημοπράσινη, θαλασσοκυματούσα, στον κάμπο μοιάζεις πέλαγος και στην πλαγιά σαν κάστρο μ’ αρχοντική κορμοστασιά και με πολλά στολίδια. Η γη σ’ έθρεψε πλούσια κι ο χρόνος πελεκούσε κι εσκάλιζε τη ρίζα σου κι έγραφε ιστορία που διηγείται τους καημούς, τα πάθη και τις πίκρες και χαρακώνεις τις πληγές που εκείνος δε γιατρεύει κι όσες χαρές περάσανε κι εκείνες τις κατέχεις τις κουβεντιάζεις σιγανά με τις γειτόνισσές σου.

Ελιά μου αιωνόβια, ελιά ευλογημένη, πες μου κι εμέ του ταπεινού, περαστικού διαβάτη, τι είδες εις τη ζήση σου, εδώ εις την αυλή σου τι λένε τ’ αυλακώματα που ζώνουν το κορμί σου...”

Κρητική παράδοση (Νεοελληνική Μυθολογία Δ. Λουκόπουλου)


Μαντινάδες

Θωρείς τα τα μουρέλα μου τα πολυφορτωμένα,
Ούλα τα δούδω μάθια μου, για να σε πάρω εσένα.

Είναι δεντρά πολλά στη γης, σαν την ελιά δεν είναι,
Βρέχει, χιονίζει, λιάζεται μα πάντα δροσερή ‘ναι.

Για βάλε λάδι στην πληγή, να δεις πως θα γλυκάνει
Μα ο γιατρός εις το σεβντά, ίντα μπορεί να κάμει.

Απής ποκάμουν οι γ’ ελιές και φύζουν οι μαζώχτρες,
Αστροπελέκια και φωθιές, εις των πλουσιώ τσι πόρτες.

Κίσαμο με τ’ αμπέλια σου, Σέλινο με τσ’ ελιές σου,
Σφακιά με τις λεβέντες σου και με τσι κοπελιές σου.



Ελιά

Στο δέντρο απάνω γίνομαι,
σείνομαι κι ανεμίζομαι,
φυσάει και καμπανίζομαι,
στην κλάρα τραμπαλίζομαι.
Με το ραβδί ραβδίζομαι,
κάτω στη γη γκρεμίζομαι.
Κι ύστερα λιχνίζομαι
και μυριοβασανίζομαι.
Και σαν κοπώ και μαζευτώ
και στα κοφίνια σοδιαστώ,
στο λίθο θε να πατηθώ,
θα λιώσω και θα τσακιστώ
και θε να μεταμορφωθώ.
Κίτρινο αίμα θα γινώ
στη Βενετιά θε να σταλώ
κι εκεί θα μοσκοπουληθώ.



ΨΩΜΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ



ΔΗΜΟΤΙΚΟ

ΤΟ ΠΙΟ ΓΛΥΚΟ ΨΩΜΙ-ΘΡΑΚΙΩΤΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Κάποτε ήταν ένας πλούσιος βασιλιάς, πολύ πλούσιος, που ό,τι επιθυμούσε η
καρδιά του το ’χε. Όλα τα είχε, και τον έλεγαν ευτυχισμένο, ώσπου έπαθε μια
παράξενη ανορεξία και δεν είχε όρεξη να βάλει τίποτα στο στόμα του. Σιγά σιγά
αδυνάτιζε, κι άρχισε να γίνεται γκρινιάρης και παράξενος. Πολλοί γιατροί επήγαιναν
και τον έβλεπαν, μα τα γιατρικά τους τίποτα δεν μπορούσαν να του κάμουν. Η
ανορεξία του βασιλιά όλο και κρατούσε, κι εκείνος έρεβε μέρα με την ημέρα. Τίποτα
δε λιμπιζόταν να φάει
.
ούτε «του πουλιού το γάλα», που λέει ο λόγος.
Οπού κάποια μέρα, έτυχε να περνάει από το παλάτι του ένας ασπρομάλλης
γέροντας φτωχός, που ήτανε όμως σοφός κι ήξερε από γιατρικά. Του είπανε λοιπόν
για το βασιλιά, κι ανέβηκε να τον δει. «Μήπως κουράζεσαι, βασιλιά μου;», τον
ρώτησε. «Τι λες, γιατρέ μου», του λέει ο βασιλιάς. «Όλη μέρα ξαπλωμένος απάνου
στο θρόνο μου, ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι δεν κουνώ». «Μήπως έχεις έγνοιες και
σκοτούρες για το λαό σου;» «Όχι, κάθε άλλο. Εγώ ζω ξέγνοιαστος, και καρφάκι δε
μου καίεται για κανέναν!» «Μήπως επιθύμησες ποτέ σου κάτι και δεν μπόρεσες να το
’χεις;» «Ούτε κι αυτό! Βασιλιάς είμαι, κι ό,τι γυρέψω, το βλέπω μπροστά μου!…».
Σκέφτηκε, σκέφτηκε λίγο ο γέροντας, υστέρα γυρίζει και λέει του βασιλιά:
«Άκουσε, βασιλιά μου: Καθώς βλέπω, δεν έχεις τίποτα σοβαρό. Εκείνο που φταίει
και δεν έχεις όρεξη να τρως, είναι το ψωμί που σου δίνουν στο παλάτι! Να διατάξεις
να σου φέρουν να φας το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου. Αν μπορέσεις να το ’χεις
αυτό, τότε θα γιατρευτείς!».
Από την ίδια μέρα ο βασιλιάς έδωσε διαταγή στους φουρναραίους του
παλατιού να ζυμώσουν και να του ψήσουν «το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου!».
Έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά οι ψωμάδες σ’ όλο το βασίλειο, ποιος θα κάμει στο
βασιλιά το πιο γλυκό ψωμί! Ζύμωσαν με ζάχαρη κι ανθόγαλα κάθε λογής ψωμιά και
του τα ’φεραν στο παλάτι να τα δοκιμάσει. Μα κανένα απ’ όλα εκείνα τα ψωμιά δεν
άνοιγε την όρεξη στο βασιλιά. Ούτε κι ήθελε να τα φάει. Το να του μύριζε, τ’ άλλο
του βρομούσε. Ώσπου μια μέρα, έξω φρενών ο βασιλιάς, έστειλε ανθρώπους του να
πάνε να βρούνε το γέροντα και να τον ξαναφέρουνε μπροστά του. Έτσι λοιπόν κι
έγινε.
Θα σε κρεμάσω, που με ξεγέλασες!», του φώναξε ο βασιλιάς μόλις τον είδε.
«Γιατί, βασιλιά μου;», τον ρώτησε ο γέροντας. «Γιατί το γλυκό ψωμί, που είπες να
μου φτιάξουνε να φάω, δε μου έκαμε τίποτα!» «Μπα;», έκαμε ο γέροντας. «Φαίνεται
πως το ψωμί που σου ζύμωσαν, δεν ήταν τόσο γλυκό όσο έπρεπε!» Ο βασιλιάς ήταν
πάλι έτοιμος ν αγριέψει, μα είδε το γέρο που κάτι συλλογιζότανε, και περίμενε.
«Άκουσε, βασιλιά μου», του λέει ο γέροντας ύστερ’ από λίγο. «Αν θέλεις να
δοκιμάσεις στ’ αληθινά το ψωμί που θα σε γιατρέψει, πρέπει να ’ρθεις μαζί μου για
τρεις μέρες μονάχα και να κάνεις ό,τι σου λέω. Αν δε γίνεις καλά, είσαι ελεύτερος να
μου πάρεις το κεφάλι!»
Κι ο βασιλιάς, παιδί μου, θέλοντας και μη, δέχτηκε να πάει μαζί με τον παρά-
ξενο γέροντα, εκεί που του ’λέγε. Φόρεσε κι αυτός φτωχικά ρούχα, ποδέθηκε
παλιοπάπουτσα, πήρε κι ένα μπαστούνι στα χέρια του κι έφυγε κρυφά από το
παλάτι, μακριά, κι επήγανε στον κάμπο, εκεί που καθόταν ο γέροντας, σε μια
καλύβα, μέσα σ’ ένα χωράφι σπαρμένο.
Ξημερώνοντας, έδωκε ο γέροντας στο βασιλιά ένα δρεπάνι και του λέει: «Έλα
να θερίσουμε!». Έπιασε ο βασιλιάς και θέριζε μες στο λιοπύρι ολάκερη μέρα. Έκαμε
καμιά σαρανταριά δεμάτια στάχυα. Ήρθε το βράδυ, πέσανε ξεροί να κοιμηθούνε.
Ούτε φαΐ όλη μέρα, ούτε τίποτα. Έμενε, βλέπεις, κι ο γέροντας νηστικός.
Page 2
Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, ξύπνησε ο γέροντας το βασιλιά και του λέει:
«Σήκω τώρα, να πάρουμε όλ’ αυτά τα δεμάτια, να τα πάμε στ’ αλώνι να τ’
αλωνίσουμε!». Κουβάλησε στην πλάτη του ο βασιλιάς περσότερ’ από τα μισά, κι
ύστερα όλη μέρα, γκαπ γκουπ, τα κοπάνιζε με το δάρτη, ώσπου κάμανε το στάρι
σωρό, τ’ ανεμίσανε και το βάλανε στο σακί. Κι όλη μέρα την περάσανε πάλε έτσι,
νηστικοί κι οι δυο τους, μόνο λίγο νερό ήπιανε από τη στέρνα, που ήτανε κοντά
στην καλύβα. Πέσανε πάλι κουρασμένοι το βράδυ και κοιμηθήκανε.
Την τρίτη μέρα, το χάραμα, ο γέροντας σήκωσε το βασιλιά: «Ξύπνα», του λέει,
«τώρα να πάμε το στάρι μας στο μύλο να τ’ αλέσουμε! Πάρ’ το εσύ στην πλάτη σου,
γιατί εγώ δεν μπορώ, και πάμε εκεί στην κορφή του βουνού, που ’ναι ο μύλος».
Τι να κάμει ο βασιλιάς, αφού έτσι ήτανε η συφωνία, φορτώνεται το σακί στην
πλάτη, και κουρασμένος κι ελεεινός το κουβάλησε στην κορφή. Τώρα αρχίνησε και
να πεινάει, μα δεν έλεγε ακόμα τίποτα.
Αλέσανε το στάρι τους, και για να μην τα πολυλογούμε, γυρίσανε κατά το
μεσημέρι στην καλύβα, πάλι ο βασιλιάς φορτωμένος τ’ αλεύρι. «Έλα τώρα να
ζυμώσουμε», του λέει ο γέρος. Ξεχώρισε ως δέκα λίτρες αλεύρι, το ’ρίξε στη σκάφη
κι έβαλε το βασιλιά να ζυμώνει. Ύστερα τον έστειλε στο λόγγο να κόψει ξύλα, κι
αργά κατά το βράδυ βάλανε κι εκάψανε το φούρνο, για να ψήσουνε 3-4 καρβέλια. Ο
βασιλιάς τώρα πεινούσε κι επερίμενε πότε να ψηθούν τα ψωμιά, για να φάει! Μα πιο
πολύ τα λιμπιζόταν, όταν άρχισε να βγαίνει από το φούρνο η μυρωδιά τους. «Πεινάω
πολύ», λέει του γέρου. «Περίμενε και θα φας!», του απάντησε κείνος.
Σε λίγο βγήκανε τα καρβέλια, αχνιστά και ροδοψημένα. Σαν πεινασμένος
λύκος τότε ο βασιλιάς άρπαξε το καρβέλι, το έκοψε με τα χέρια του κι άρχισε να
τρώει. Μα με την πρώτη μπουκιά που κατάπιε, το πρόσωπό του έγινε κόκκινο από
χαρά και φώναξε: «Μάλιστα! Αυτό είναι το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου! Κι όμως
ούτε μια κουταλιά ζάχαρη δεν έριξα στο ζυμάρι του!». Τότε ο γέροντας χαμογέλασε
και του είπε: «Βασιλιά μου, πρέπει να ξέρεις πως η ζάχαρη του ψωμιού σου ήταν ο
ιδρώτας που έχυσες για να το φτιάξεις. Τώρα είσ’ ελεύτερος να ξαναπάς στο παλάτι
σου. Κοίτα μονάχα να δουλεύεις αποδώ κι εμπρός, και θα δεις πως η όρεξη δε θα
σου λείψει».
Ο βασιλιάς ακολούθησε την ορμήνεια του γέροντα, κι όταν γύρισε στο παλάτι
του, δούλευε κάθε μέρα για το λαό του, εκατέβαινε και στον κήπο του γι’ άλλες
δουλειές, κι από τότε γιατρεύτηκε από την ανορεξία κι έτρωε καλά, που μακάρι να
τρώαμε κι εμείς έτσι!


ΤΟ ΨΑΡΙ ΣΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μικρός ψαράς και το δαχτυλίδι της Γοργόνας


Λαϊκό παραμύθι της Σκωτίας



Κάποτε, σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη, ζούσε ένας μικρός ψαράς, που ήταν τόσο ερωτευμένος μ’ ένα όμορφο κορίτσι, ώστε δεν έκανε τίποτ’ άλλο από το να τη σκέφτεται νύχτα μέρα.

Μια μέρα, μάζεψε το κουράγιο του και της μίλησε για την αγάπη του. Εκείνη χαμογέλασε γλυκά, χαμήλωσε τα μάτια και του εξομολογήθηκε ότι αγαπούσε κάποιον άλλο.

Από εκείνη τη στιγμή το αγόρι δεν ήθελε πια να βγαίνει με τους φίλους του, δεν ήθελε να πηγαίνει περίπατο ούτε να ψαρεύει μαζί τους. Όλοι ήξεραν ότι η κοπέλα δεν τον αγαπούσε.

Έτσι, με βαριά καρδιά, μάζεψε τα πράγματά του, πήρε τα δίχτυα του, μπήκε στη βάρκα του και πήγε σ’ ένα μικρό ακατοίκητο νησί. Εκεί έχτισε μια καλύβα και έμεινε μόνος του. Κάθε μέρα σηκωνόταν τα χαράματα, έβγαινε με τη βάρκα του στ’ ανοιχτά κι έριχνε τα δίχτυα του. Όταν έπιανε όσα ψάρια χρειαζόταν, πήγαινε στο λιμάνι μιας πόλης όπου κανείς δεν τον ήξερε, τα πουλούσε, αγόραζε ό,τι χρειαζόταν και γύριζε στο νησί του. Κι έτσι, μέρα με τη μέρα, πέρασε πολύς καιρός.



Ένα πρωί, καθώς είχε ρίξει τα δίχτυα του στη θάλασσα, είδε κάτι να λάμπει ανάμεσα στα ψάρια, να σπαρταράει και να ταράζει τη θάλασσα γύρω του. Μάζεψε τα δίχτυα όσο πιο γρήγορα μπορούσε, τα τράβηξε με δύναμη και τα έριξε στη βάρκα.



- Βγάλε με από δω! άκουσε μια φωνή.



Μια μικρή γοργόνα πάλευε να ελευθερωθεί από τα μπερδεμένα δίχτυα.



- Τάξε μου κάτι για να σε βγάλω! απάντησε ο μικρός ψαράς.

- Ξέρω ένα ναυαγισμένο καράβι εδώ κοντά, μ’ ένα σεντούκι γεμάτο χρυσά νομίσματα! Φαντάζομαι ότι είναι καλή αμοιβή για σένα! είπε η γοργόνα.

- Αν σκεφτείς καλύτερα, θα καταλάβεις τι πραγματικά θέλω! της είπε ο ψαράς.

- Ναι, ξέρω, είπε σκεφτικά η γοργόνα. Θέλεις την αγάπη της όμορφης κοπέλας! Αλλά γιατί επιμένεις τόσο;

- Για τα γαλανά της μάτια, τα ξανθά μαλλιά της, τον τρόπο που περπατάει! Είναι το πιο όμορφο κορίτσι του κόσμου! Αν δεν κερδίσω την αγάπη της δε θέλω κανένα άλλο κορίτσι!

- Μα είναι μια κοπέλα σαν όλες τις άλλες! Δεν έχει κάτι ξεχωριστό! είπε η γοργόνα με απορία.



Ο μικρός ψαράς έσφιξε περισσότερο τα δίχτυα γύρω της. Η γοργόνα αναγκάστηκε να συμφωνήσει.

- Μπορώ να εκπληρώσω την επιθυμία σου, του είπε, αλλά αυτό που ζητάς χρειάζεται χρόνο. Ελευθέρωσέ με και θα σου χαρίσω το μαγικό μου δαχτυλίδι. Όταν περάσει ένας χρόνος από σήμερα, πήγαινε στην κοπέλα που αγαπάς και πρόσφερέ της το. Δε θα σου αρνηθεί!



Ο ψαράς ελευθέρωσε τη γοργόνα, πήρε το μαγικό δαχτυλίδι και την άφησε να φύγει. Όταν γύρισε στην καλύβα του, έκρυψε το δαχτυλίδι μέσα σ’ ένα όμορφο κοχύλι. Μετά κρέμασε στον τοίχο της καλύβας του μια πλατειά σανίδα, και για κάθε μέρα που περνούσε χάραζε μια γραμμή. Έτσι μετρούσε τον καιρό περιμένοντας να περάσει ένας χρόνος.

Ένα μεσημέρι, καθώς γύριζε με τη βάρκα του στο νησί του, κοίταξε από μακριά την ακτή και είδε κάτι που έμοιαζε με σωρός από φύκια. Το πιο παράξενο ήταν ότι ο σωρός αυτός του φάνηκε ότι κουνιόταν! Σαν έφτασε στην ακτή και βγήκε από τη βάρκα, είδε ότι αυτό που είχε περάσει για σωρό από φύκια ήταν ένα μικρόσωμο μελαμψό κορίτσι, με κατάμαυρα μακριά σγουρά μαλλιά.



- Τι θες εσύ εδώ!! φώναξε θυμωμένος.

- Έφυγα από το σπίτι μου. Η μητέρα μου έχει πεθάνει και ο πατέρας μου παντρεύτηκε μια γυναίκα λίγο πιο μεγάλη από μένα. Είναι στριμμένη και δε με χωνεύει. Φοβάμαι μήπως μου κάνει κακό. Δεν έχω πού να πάω. Σε παρακαλώ, μη με διώξεις!

- Δε μπορείς να μείνεις εδώ! Γύρνα πίσω και αντιμετώπισε την κατάσταση! είπε ο μικρός ψαράς.

- Μη μου ζητάς να το κάνω αυτό! Κι έπειτα, δε μπορώ να φύγω από δω γιατί δε φυσάει ούριος άνεμος και η βάρκα μου τρύπησε.

- Αύριο ο άνεμος θα αλλάξει και θα σου έχω φτιάξει τη βάρκα σου, επέμεινε ο ψαράς.

- Σε παρακαλώ, είπε το κορίτσι. Έχω ανάγκη να μείνω κάπου όπου θα νιώθω μόνη και ασφαλής.

- Το ίδιο κι εγώ, απάντησε κοφτά ο ψαράς.



Σώπασαν για λίγα λεπτά. Έπειτα η κοπέλα είπε:

- Αν μ’ αφήσεις να μείνω δε θα σ’ ενοχλώ. Θα είναι σα να μένεις μόνος σου. Δε θα με βλέπεις καθόλου.

- Αν είν’ έτσι, σύμφωνοι, είπε ο ψαράς.



Η κοπέλα κράτησε το λόγο της. Έμεινε στο νησί χωρίς να τη βλέπει ο ψαράς. Πού πήγαινε, πού κοιμόταν, δεν ήξερε. Όταν όμως γύριζε στην καλύβα του εύρισκε πότε ένα πιάτο μαγειρεμένο φαγητό στο τραπέζι του, πότε ένα καλάθι με άγρια φρούτα.

Μια μέρα, επιστρέφοντας από τη δουλειά του, τη συνάντησε κοντά στην καλύβα του.

- Μη φεύγεις, της είπε. Κάθισε να φάμε μαζί.

Η κοπέλα έμεινε, έφαγαν μαζί αλλά μίλησαν πολύ λίγο. Την άλλη μέρα όμως μίλησαν περισσότερο, και την επόμενη ακόμα πιο πολύ. Μετά από μερικές μέρες είχαν μάθει τα πάντα ο ένας για τον άλλο.

Το αγόρι, όταν άκουσε την ιστορία της κατάλαβε γιατί έπρεπε να φύγει από το σπίτι της και θύμωσε πολύ με τον πατέρα της που δεν έβλεπε σε τι κίνδυνο την είχε βάλει.

Το κορίτσι, όταν έμαθε την αγάπη του αγοριού για την όμορφη κοπέλα και τα σχέδιά του να κερδίσει την καρδιά της με το δαχτυλίδι της γοργόνας, έφτιαξε ένα ημερολόγιο σ’ ένα μεγάλο χαρτί, για να μετράνε πιο εύκολα τις μέρες.

Καθώς ο καιρός περνούσε, οι δυο νέοι είχαν γίνει φίλοι. Το κορίτσι είχε φυτέψει μικρά δέντρα και λουλούδια γύρω από την καλύβα κι άρχισε να βοηθάει το αγόρι να βγάζει τα ψάρια από τα δίχτυα.

Ένα απόγευμα, το αγόρι, καθώς είχε ανέβει στα βράχια να μαζέψει αλάτι, βρήκε μια μικρή σπηλιά. Στη μιαν άκρη της ήταν στρωμένος ένας σωρός ξερά φύκια και στην άλλη άκρη, μια χύτρα πάνω σε μισοκαμένα ξύλα. Κατάλαβε ότι εκεί έμενε το κορίτσι και ντράπηκε που τόσο καιρό δεν είχε ενδιαφερθεί να μάθει πού μένει.

Την άλλη μέρα δεν πήγε για ψάρεμα. Πήγε στο μικρό δασάκι του νησιού και μάζεψε χοντρά γερά ξύλα που τα έφερε στην καλύβα του. Τις επόμενες μέρες τις πέρασε φτιάχνοντας μια άλλη καλύβα δίπλα στη δική του.



Την κάθε μέρα την ακολουθούσε η νύχτα και την κάθε νύχτα την ακολουθούσε η μέρα. Κι έτσι κύλησε ο καιρός γρήγορα, πέρασε ένας χρόνος κι ήρθε η τελευταία μέρα. Το άλλο πρωί το αγόρι έπρεπε να πάρει το μαγικό δαχτυλίδι και να πάει να το δώσει στην κοπέλα που αγαπούσε. Εκείνο το τελευταίο απόγευμα η φίλη του μπήκε στην καλύβα του κρατώντας ένα δέμα με τα πράγματά της.

- Φεύγω πια, είπε. Γυρίζω στο πατρικό μου.

- Τι; Δεν ανησυχείς για το τι θα σου συμβεί; ρώτησε το αγόρι

- Θα τα καταφέρω. Τώρα είμαι πιο μεγάλη.

- Μα… ο άνεμος δεν είναι ούριος! είπε το αγόρι.

- Θα καλυτερέψει σύντομα.

- Ναι…αλλά δεν σου έχω φτιάξει τη βάρκα σου…

- Την έφτιαξα εγώ. Θα φύγω όπως ήρθα.



Το κορίτσι τράβηξε το ημερολόγιο από τον τοίχο, το ακούμπησε πάνω στο τραπέζι και έσβησε την τελευταία μέρα. Έπειτα έφυγε.

Το αγόρι απόμεινε να κάθεται στην καρέκλα του όλο το υπόλοιπο απόγευμα. Αποκοιμήθηκε με το κεφάλι ακουμπισμένο στο τραπέζι. Σαν ξύπνησε τα χαράματα, το βλέμμα του έπεσε πάνω στο ημερολόγιο.





Σηκώθηκε, πήρε το μαγικό δαχτυλίδι, μπήκε στη βάρκα του και πήγε να αναζητήσει την αγαπημένη του. Όμως δεν έβαλε πλώρη για την πόλη που γεννήθηκε, αλλά για την πόλη απ’ όπου είχε έρθει η κοπέλα που είχε μείνει μαζί του όλο το χρόνο. Τη βρήκε να κάθεται στον κήπο του πατρικού της και της έδωσε το δαχτυλίδι.

Οι δυο νέοι παντρεύτηκαν έχοντας γύρω τους την οικογένειά τους και όλους τους φίλους που τους αγαπούσαν.

Όταν ξαναπήγαν στο νησί τους, βρήκαν τη γοργόνα να κάθεται σ’ ένα βράχο.

- Λοιπόν, βρήκες την αγαπημένη σου; ρώτησε το μικρό ψαρά.

- Ναι, τη βρήκα! Νάτη!

- Μα δεν έχει ξανθά μαλλιά ούτε γαλανά μάτια, είπε η γοργόνα.

- Όχι, αλλά δεν έχει σημασία. Εγώ αυτήν αγαπώ.

- Τότε η συμφωνία μας τηρήθηκε, απάντησε η γοργόνα. Πήρες αυτό που ζήτησες!, και γλυστρώντας από το βράχο βυθίστηκε στο γαλανό νερό και κανείς δεν την είδε πια!

Το κορίτσι κι ο μικρός ψαράς έζησαν ευτυχισμένοι για πολλά χρόνια.

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011












<br /> ΠΟΛΕΙΣ ΕΛΛΑΔΑΣ <br />























ΠΟΛΕΙΣ ΕΛΛΑΔΑΣ


σταθρολεξο






εργτρε












1           2     
            
     3         
            
     4         
            
            
     5   6        
            
   7           
            
            
            
   8